- σεντόνι
- чаршав
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
σεντόνι — το / σινδόνιον, ΝΜΑ, και σιντόνι Ν, και σινδώνιον Α νεοελλ. 1. λεπτό, λευκό ή χρωματιστό ύφασμα μεγάλων διαστάσεων που τοποθετείται πάνω στο στρώμα και κάτω από το κλινοσκέπασμα 2. μτφ. α) μακροσκελές και ανιαρό άρθρο, σχόλιο ή άλλο… … Dictionary of Greek
σεντόνι — το λεπτό πάνινο κλινοσκέπασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
σεντονιάζω — / σινδονιάζω, ΝΑ [σεντόνι / σινδόνιον] νεοελλ. ράβω σεντόνι πάνω σε πάπλωμα ή σε άλλο κλινοσκέπασμα αρχ. καλύπτω, περιβάλλω με σινδόνιον, με λεπτό λευκό ύφασμα … Dictionary of Greek
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
αποκαθήλωση — Στη χριστιανική θρησκεία, Α. ονομάζεται η απόσπαση από τον σταυρό του μαρτυρίου του σώματος του Ιησού από τον Ιωσήφ, που καταγόταν από την Αριμαθαία. Ο Ιωσήφ μαζί με τον Νικόδημο κατέβασαν από τον σταυρό το σώμα, το άλειψαν με μύρα, το τύλιξαν σε … Dictionary of Greek
διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… … Dictionary of Greek
επανωσέντονο — και πανωσέντονο, το σεντόνι με το οποίο σκεπάζεται κανείς όταν πλαγιάζει στο κρεβάτι (σε αντίθεση με το κατωσέντονο) … Dictionary of Greek
καπλάντισμα — το [καπλαντίζω] 1. η επένδυση, η επικάλυψη 2. η επένδυση τής επιφάνειας ξύλινων επίπλων ή άλλων ξυλουργικών προϊόντων με φύλλα καπλαμά 3. το ντύσιμο παπλώματος με σεντόνι 4. το μέσο με το οποίο καπλαντίζει κάποιος … Dictionary of Greek
καπλαντίζω — 1. επενδύω κάτι με καπλαμά 2. ντύνω πάπλωμα με σεντόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapladim, αόρ. τού ρ. kaplamak (βλ. καπλαμάς)] … Dictionary of Greek